Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

"Ένας φοβισμένος άθεος", Φ. Γέμτου

   Πιάνεις την άκρη. Αυτή με το άνοιγμα. Χρειάζεται πάντα ένα άνοιγμα, μην το ξεχνάς. Όχι, πρώτα πρέπει να το τεντώσεις λίγο, να διαισθανθείς  το περιθώριο και μετά αρχίζεις να φυσάς. Στην αρχή θέλει περισσότερη δύναμη στο διάφραγμα. Αν θες όμως να το φουσκώσεις, πρέπει να προσπαθήσεις. Δεν είναι σαν όλα τα άλλα, μη γελιέσαι. Είναι ζήτημα επιβίωσης. Ενώ ξέρεις, βρίσκεις τρόπους, φουσκώνοντας, για να καλύψεις τις ρωγμές.
   Ένα ακόμα απόγευμα πήγε στο μπακάλικο της γειτονιάς και ζήτησε μια σακούλα με τέτοια. "Δεν έχουμε τόσο μεγάλα" του απάντησε ο μπακάλης, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του. "Αν θες, έχουμε τα μικρότερα". "Τα μικρότερα δεν κάνουν τη δουλειά" σιγομουρμούρισε. "Τα μικρότερα είναι παιχνίδι". Ο μπακάλης τον θεωρούσε χρόνια τώρα τρελό.
   Γύρισε προς τον ορίζοντα. Ο ουρανός είχε πάρει ένα γλυκό λουλακί σα ζωγραφιά ιμπρεσιονιστή ζωγράφου. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το διάφραγμά του είχε πιαστεί από το πολύ φύσημα. Είχε μια βαθύτερη αγωνία. Μην τυχόν και. Μην τυχόν και μείνει χωρίς εκείνα τα μεγάλα, που τελείωναν ανησυχητικά και δεν έβρισκε απόθεμα. Κοίταξε κατάματα τον ήλιο κι ύστερα από τόσο φύσημα, δεν ήτανε σίγουρος αν τον είχε φουσκώσει εκείνος το προηγούμενο πρωί ή απλώς υπήρχε από πάντα. Έκλεισε τα μάτια του με δύναμη κι ύστερα όλος ο κόσμος γέμισε από αρνητικά "ηλιάκια" σε κάθε ανοιγόκλεισμα του ματιού. Κι έπειτα, σε μια εύστοχη στιγμή, μέσα σ' αυτό το πάρτι των κλωνοποιημένων ουράνιων σωμάτων, εντόπισε κάτι που τον τρόμαξε βαθύτατα. Ένα μέρος της λουλακί ταπετσαρίας έδειχνε σκισμένη. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του γρήγορα, ακατάπαυστα, μέχρι να ηρεμήσει η όραση, να δει στα αλήθεια τη σχισμή, που τον έκανε να φοβάται πιο πολύ κι από βρεγμένη  γάτα σε μπανιέρα. Αυτό προσπαθούσε να καλύψει τόσα χρόνια κι ύστερα από τόσο φύσημα να συμβεί αυτό; Ολόκληρος ένας μεγάλος μεγεθυντικός φακός με βρεγμένο τρίχωμα για να εξακριβώσει τη σχισμή, που έτρεμε.
   Πράγματι υπήρχε σχισμή. Αυτό μπορώ να το επιβεβαιώσω κι εγώ. Περνούσα δίπλα από το μπακάλικο, όταν είδα έναν όμορφο άντρα να τρέμει, κοιτάζοντας ψηλά. Σήκωσα τα μάτια μου και την είδα. Τη σχισμή. "Το βλέπεις;" μου φώναξε με μια οργισμένη οικειότητα, σα να μιλούσε στη μάνα του αηδιασμένος από τη μεσημεριανή μαγειρική της. "Το βλέπεις;" "Τι είναι αυτό;;", είχα κι εγώ τρομάξει, δεν ήτανε φυσιολογικό. Ή μήπως ήτανε το πλέον;
Ξεφλουδισμένος ο ουρανός κι από πίσω ένα τσαμπί σταφύλι. Ένα τσαμπί σταφύλι; Ένα τσαμπί σταφύλι;;;
   Φούσκωνε χρόνια τώρα εκείνα τα μεγάλα, γιατί οι κόσμοι μας γίνονται έτσι. Δεν είναι παιχνίδι. Είναι αυτό που θα λέγαμε, αν ξέραμε: "ορίζω το τεντωμένο περιθώριο μου για να μην πέσω στα τσαμπιά". Κι εγώ μπορώ να το επιβεβαιώσω. Δεν υπάρχει χειρότερο όνειρο από κρυμμένα σταφύλια σε λουλακί ταπετσαρία.
   Ο μπακάλης δεν είδε τίποτα εκείνο το απόγευμα. Πίστευε στο Θεό, γιαυτό. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Από 'κείνες που  ξεκινάνε με τσαμπιά και καταλήγουν στη χιονάτη και τους εφτά νάνους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου