Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

"Aθλίων" Έκρηξη

   Και είδα. Ωστόσο, δεν το περίμενα . Είναι από αυτά τα αναπάντεχα, που ενώ έχεις ολοφώτιστη πορεία με δικό σου προσωπικό φακό, ξαφνικά ανακαλύπτεις το κερί. Κι ενώ δε ζηλεύω, ζήλεψα. Κι ενώ είμαι απόλυτα ελεύθερη στα όνειρα, ονειρεύτηκα παράπλευρα. Μπαίνεις στο βραστήρα και βράζει κάθε σου κύτταρο. Και λες: θα 'πρεπε να 'χα ασχοληθεί νωρίτερα. Το τραγούδι είναι να το 'χεις. Κι εγώ δεν τραγουδάω ούτε στο μπάνιο.
    Στη δραματική σχολή, όποτε έπρεπε να τραγουδήσω, γελοιοποιούσα τη στιγμή, για να την αποφύγω. Δεν είχα φανταστεί. Δεν είχα ονειρευτεί μια τέτοιου είδους έκφραση. Και κανείς δεν φαντάστηκε-αφού ούτε καν εγώ- πως θα μπορούσε κάτι τέτοιο να συνδεθεί μαζί μου.
   Κι εδώ κάπου αρχίζει το στοίχημα. Ένας άνθρωπος που στα 20 του ερωτεύεται το μουσικό θέατρο, ενώ ντρέπεται να τραγουδήσει κι ας είναι ηθοποιός. Και σκέφτομαι τώρα παρενθετικά πως αυτή η συστολή μου είναι μια προσωπική πύλη προς εξερεύνηση. Ξεκινάει από μια αυστηρή θεώρηση του πόσο καλά θα ήθελα να κάνω το ό,τιδήποτε, αν είναι να το προσπαθήσω πραγματικά και καταλήγει να σπάσει μόνο, όταν έχω κάτι στα χέρια μου για να την ανατρέψει στ' αλήθεια, αλλοιώς καταπίνω την όποια παρόρμηση, με σκοπό μια μέρα μέσα από σκληρή δουλειά να της δώσω μέγεθος και να την απογειώσω σε αποτέλεσμα. Αυτή η "καταπίεση" για μένα λέγεται ουσία, για άλλους ανασφάλεια ή υπερβολή. Θεωρώ πως οι μεγάλες εκρήξεις 1) απαιτούν βράσιμο μεγατόνων και 2) επιτελούνται τη στιγμή που όλο το υλικό που βράζει δεν έχει παρά μια και μόνο δυνατότητα: να κατευθυνθεί με ταχύτητα φωτός προς το σημείο εξόδου και να συγκρουστεί με ό,τι βρει μπροστά του, αρκεί να υπάρξει.
    Στο τέλος του προηγούμενου αιώνα (!) βρέθηκα στο Λονδίνο. Και είδα. Δεν το περίμενα, ωστόσο. Κι ενώ δε ζηλεύω, ζήλεψα. Κι ενώ είμαι απόλυτα ελεύθερη στα όνειρα, ονειρεύτηκα παράπλευρα. Μπήκα στο βραστήρα κι από τότε δεν έχω βγει...
Το τραγούδι " On my Own" είναι από το μιούζικαλ "Les Miserables" ("Οι Άθλιοι" του Β. Ουγκώ). Όταν το πρωτοείδα στο Λονδίνο έγινε έκρηξη. Μέσα μου. Κι άντε να κοιμηθείς τα βράδια...

"Χρόνια πολλά, Χρηστάκη", Φ. Γέμτου

   Χρόνια πολλά, Χρηστάκη. Η ημέρα δεν ενδείκνυται για καυγάδες κι όμως εμείς μαλώνουμε όλο το απόγευμα. Έφαγες όλη την πίτα που έφτιαξα για τον εαυτό μου και χάλασες τα μανικετόκουμπα του παππού, γιατί πήγες να τα δοκιμάσεις. Ξέρεις οτι δε σου κάνουν, θα μπορούσες να ήσουν πιο προνοητικός. Χθες το βράδυ ξάπλωσες με δύναμη στο ντιβάνι, ήσουν ευτυχισμένος για λίγο και αφέθηκες, το έσπασες και αύριο έρχεται η θεία Μαρία, πού θα κοιμηθεί; Τις νύχτες χοροπηδάς και τραγουδάς κι αγγίζεις τον εαυτό σου, γιατί τη μέρα φοβάσαι να το κάνεις. Τη μέρα έχει φως και το φως δε λέει ψέμματα.
   Δε θα σου φτιάξω τούρτα σήμερα. Θα σβήσεις τα κεριά στα κηροπήγια κι ύστερα θα δούμε τηλεόραση και θα παίξουμε γιάντες με τα κόκκαλα από το προχθεσινό κοτόπουλο. Δεν έχεις δικαίωμα, Χρηστάκη, να ζητάς άλλη μεταχείριση. Γιατί είσαι χρόνια εδώ και ξέρεις πως δεν μπορείς να φύγεις εύκολα. Χωρίς να ντροπιαστούμε. Χωρίς κανάλια και κόσμο και κακότροπα σχόλια. Κλαις κάθε πρωί κι ας μην υπάρχουν πια καθρέφτες. Τι να σε κάνω που σφαδάζει η ψυχή μου;
   Χρόνια πολλά, Χρηστάκη. Είναι περίεργο να πεθαίνεις τη μέρα που γεννήθηκες. Κι όμως άλλη επιλογή δεν έχω. Αλλοιώς θα γκρεμίσουν τις πόρτες, τα παράθυρα για να σε βγάλουν. Κι έξω έχει ήλιο, όχι αστεία. Θα προσπαθήσω να χώσω το μαχαίρι εκεί που δεν πονάει. Με τόσο λίπος αμφιβάλλω, αν θα τα καταφέρω να σε μαχαιρώσω.
  
   Είχε δικά της κλειδιά. Άνοιξε αθόρυβα την πόρτα. Με είδε να σε τεμαχίζω με το ηλεκτρικό μαχαίρι της κουζίνας. Τσίριξε. Θεία Μαρία, για το καλό του. Λιποθύμησε κι έτσι όπως έγειρε, έπεσε πάνω στο δονούμενο μαχαίρι, δεν έφταιγα. Δεν έφταιγα.

 Κατάπια ένα από τα μανικετόκουμπα, αυτό με τις αιχμηρές άκρες, μου 'γδαρε το λαιμό. Έριξα μια τελευταία ματιά. Ο Χρηστάκης στα πατώματα, στους τοίχους, στα τζάμια κι η θεία Μαρία χωρισμένη στα δύο με φόντο το κόκκινο.

...Ήμουν ερωτευμένη με το Χρηστάκη κι η θεία Μαρία ζήλευε...
                                                                                                                    Φ.Γ.
                                                                                                              

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

"H κυρία Θάλεια πήγε με τον καημό του Σούπερμαν", Φ. Γέμτου

Η κυρία Θάλεια πήγε με τον καημό του Σούπερμαν. Χρόνια μετά, αφού συνειδητοποίησε πως Σούπερμαν δεν υπάρχει, δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τη κοινότοπη ζωή μας. Έμεινε να αρνείται πεισματικά οποιαδήποτε προσγείωση κι αυτό το ονόμαζε όξυνση του εσωτερικού της κόσμου.Κάποια μέρα στη μέση της ζωής της σα να αισθάνθηκε, πως αυτό το δικό της το«άλλο» έμοιαζε και με άρνηση για ζωή. Δε θα το αντιλαμβανόταν ποτέ έτσι, αν δεν είχε περάσει κάποιες μορφές κατάθλιψης, μήνες ολόκληρους μέσα στο ψυγείο ή στην ηδονή μιας μπουκιάς που γινότανε μερίδα και μετά μερίδες. Είχε δεχθεί πως δεν ήθελε κανέναν δίπλα της κι ο έρωτας έμοιαζε πια-εκεί στη μέση της ζωής της- σαν ξεπεσμένη πόρνη, που βαρέθηκε να ανοίγει τα πόδια της. Θλιβερό για έναν άνθρωπο που πάντοτε υμνούσε τον Έρωτα. Μικρή ονειρευότανε φιλιά και το στομάχι της όλο το βράδυ έκανε μπουρμπουλήθρες σε γεμισμένη μπανιέρα. Κι ήτανε και τόσα βράδια γεμάτα από όνειρα σκηνής. Τι έξαψη αυτή η μαγεία που δεν περιγράφεται, δεν περιγράφεται, γιατί το στομάχι τέτοιες ώρες βγαίνει με σκάφανδρο στο διάστημα κι αναδύεται σε πλανήτη.
Έλεγε μέσα της -πολύ πριν τη μέση της ζωής της- «πώς να αντέξει κανείς τόσες προδοσίες?» κι έβαζε ανάμεσα σε αυτές και το θάνατο. Ή την ιδέα του θανάτου. Είχε ταραχτεί τότε που ο αδερφός της είχε φύγει για πάντα στο εξωτερικό, μικρό κοριτσάκι ερωτευμένο με την αδελφή καρδιά της. Είχε σοκαριστεί, όταν οι γονείς τσακώνονταν μέχρι τελικής πτώσεως για μιαν άλλη γυναίκα. Είχε ισοπεδωθεί, όταν ο αδερφός της ένα χριστουγεννιάτικο απόγευμα, που 'χε επιστρέψει για διακοπές στην πατρίδα, τους αποκάλυψε τα πάντα για τον Αλέξη, το μεγάλο έρωτα της ζωής του και μετέπειτα σύζυγό του. Μα πάνω από όλα είχε πονέσει, είχε πεθάνει, είχε χάσει, είχε διαλυθεί, είχε τελειώσει με τη μεγάλη προδοσία της ζωής της. Το μεγάλο της έρωτα. Κι ίσως-λέω ίσως- τα παιδιά να πρέπει να μεγαλώνουνε με ένα στιλέτο στο χέρι για να σκίζουν τις κουρτίνες προστασίας και να βλέπουνε καλύτερα τα δεδομένα.
Το μούδιασμα ήρθε αργότερα. Πολύ αργότερα. Προηγήθηκαν χρόνια κλάματος,προσπάθειας, θυμού και ξανά προσπάθειας, λύσσας, θλίψης, πόνου. Προηγήθηκαν χιλιάδες συζητήσεις για το παράδοξο, που, ενώ στοχεύεις με το κατάρτι σου στο λιμάνι, ο αέρας σε βγάζει στα βράχια κι όλη αυτή η αντίσταση κάποια στιγμή σε κάνει ή να γίνεις μοιρολάτρης και μίζερος ή να γίνεις περήφανος κι αφ’ υψηλού και να αλλάξεις ρότα.
Η κυρία Θάλεια δεν πίστεψε ποτέ στο Θεό γι' αυτόν ακριβώς το λόγο. Όχι για το παράδοξο της ζωής, αλλά για αυτή την υποτέλεια που χρειάζεται να έχεις στο γονίδιο σου για να προσκυνήσεις. Γιατί ακόμα κι αν υπήρχε ένας Θεός-δεν το αμφισβήτησε αυτό ποτέ, γιατί δεν ήτανε σε θέση να το αποδείξει- δεν υπήρχε κανένας μα κανένας λόγος να προσευχηθεί σε αυτόν σα να ήτανε εκείνη η καημένη κι Εκείνος το θηρίο, το ικανό με μια προσευχή να της προσθέσει ένα πόντο για τη «σωστή» προσέγγισή της, δίνοντας της έτσι την ευκαιρία για μια θέση στον παράδεισο. Πόσος φόβος καταδυναστεύει τους ανθρώπους και πόση ανασφάλεια γεμίζει την καρδιά μας, καημένα μου τρυφερά όντα?
Κι ενώ έκλαψε, έκλαψε, έκλαψε πολύ και για όλα, σηκώθηκε μια μέρα από το πάτωμα χωρίς να το ξέρει ούτε κι η ίδια, σα φάντασμα μέσα από το ίδιο της το σώμα και όρθωσε το ανάστημά της σε έναν κόσμο φτιαγμένο για δειλούς. Έτσι πίστευε. Όρθωσε το ανάστημα της κι είπε εκείνο το φάντασμα του εαυτού της «Όχι», είπε «Όχι» και σηκώθηκε. Πέρασε κάποια φεγγάρια από τον κόσμο των Τύψεων «μήπως είμαι λάθος?» «Μήπως τα πάντα είναι σωστά κι εγώ λάθος?» κι έβλεπε στο διάβα της ανθρώπους να παντρεύονται χωρίς έρωτα ή με λίγο έρωτα και πολλή σύμβαση, ή με λίγες αξιώσεις και πολλά πρότυπα φορεμένα ή με αρκετό φόβο και κάποια όνειρα -από τις καλύτερες περιπτώσεις- και μόνο εκεί που έβλεπε δύο ανεξάρτητες φύσεις να ενώνονται, γιατί δεν γινόταν να μην ενωθούν,εκεί ένιωθε μια κάποια αγαλλίαση. Και ξαφνικά μέσα στο χρόνια άρχισε να νιώθει τη ζωή της αποστασιοποιημένα, σα να ζει το φάντασμα αντί για εκείνη κι εκείνη να το παρατηρεί να ζει τη ζωή της με το ανάστημά του ορθωμένο σε ένα δειλό κόσμο που τρέμει το θάνατό του και προτιμά να βλέπει την καρέκλα για λιβάδι ή ακόμα κι αν δεν την βλέπει,προτιμά να βρίσκει δικαιολογίες του τύπου «καρέκλα είναι, αλλά οι καρέκλες κάποτε να μυρίζουν λιβάδι» ή «καρέκλα είναι με σκοπό να γίνει λιβάδι» ή«Εκείνος που την έκανε καρέκλα, κάτι θέλει να μας δείξει, δεν έχετε παρά να αφουγκραστείτε το λιβάδι της ψυχής του…» Αυτά όλα εκείνη τα ονόμαζε πράσινα άλογα κι ήτανε το χιούμορ της τέτοιο, που οραματιζόταν τα άλογα πράσινα να τρέχουνε σε slow motion αενάως σε ένα λιβάδι γεμάτο καρέκλες. Τουλάχιστον αυτό λέγεται φαντασία, δε λέγεται παράδεισος. ‘Η μήπως λέγεται?
Στη μέση της ζωής της συνειδητοποίησε, πως το φάντασμα ζούσε τη ζωή της, καθόλου εκείνη. Εκείνη λούφαζε μέσα στην ευαισθησία της, στην περηφάνια του φαντάσματος και στη δειλία της. Μάλιστα στη δειλία της.Γιατί, καθώς το φάντασμα ρούφαγε τη ζωή της ως γνήσιος επαναστάτης ενός θλιβερού κόσμου, εκείνη τραβούσε τα σεντόνια όλο πιο κοντά στα μάτια με σκοπό ο ύπνος να της γλυκάνει τον πόνο. Έναν πόνο που μέσα στα χρόνια είχε ξεχάσει με το μυαλό της πως υπάρχει, όμως το σώμα της είχε δεχτεί πλήγμα. Δεν ήταν τυχαία η κλίση του σαγονιού προς τα μπρος. Δεν ήταν τυχαίες οι παρεμβολές στη μνήμη, δεν ήτανε τυχαίο το μούδιασμα.
Η κυρία Θάλεια υπήρξε μια πολύ δειλή γυναίκα. Η κυρία Θάλεια υπήρξε μια πολύ δειλή γυναίκα με γενναίες προθέσεις. Η κυρία Θάλεια ανόρθωσε στα πέρατα του κόσμου ένα φάντασμα γενναίο για να πολεμήσει για χάρη της. Τα φαντάσματα δεν πεθαίνουν. Έχουν ήδη πεθάνει.Δεν πληγώνονται. Έχουν ήδη χάσει τη μάχη. Η κυρία Θάλεια έχασε τη ζωή της,χαρίζοντας την σε ένα φάντασμα. Κι αυτό το ονόμαζε θάρρος. Έβλεπε τον κόσμο γύρω της να ζει με το λίγο κι εκείνη τα ήθελε όλα μεγάλα και σπουδαία. Σπουδαίο αίτημα δε λέω. Σπουδαίο για την ουτοπία.Για ένα λιβάδι γεμάτο καρέκλες. Και ξαφνικά κατάλαβε πόσο κοντά ήτανε σε αυτό που χρόνια πολεμούσε. Στην ανάγκη ενός θεού.
Η κυρία Θάλεια πήγε με τον καημό του Σούπερμαν. Πέθανε μια νύχτα στην πολυθρόνα της, χρόνια μετά τη μέση της ζωή της κι είμαι σίγουρη, πως αν υπάρχει Θεός, θα την άφησε για λίγο να ζήσει το όνειρό της. Αυτό το φάντασμα. Μάλλον κακό της έκανε. Αλλά και να μην υπήρχε πάλι κάπου θα στράβωνε.
                                                                                                       Φ.Γ.
   

"Αλλάζω" από το μιούζικαλ ΑΥΤΗ ΚΙ ΑΥΤΗ

μουσική Δ. Παναρετάκης, στίχοι Φ. Γέμτου

- Μπαμπά, θυμάσαι τότε που ήμουνα  δεκαεπτά;
Ένιωθα την ανάσα σου στο χέρι μου κρυφά ,
τα βράδια μην πεθάνεις.
 -Μαμά, θυμάσαι μου έλεγες στην κούνια τρυφερά
να δίνεσαι , μικρή μου, σα θεά,
τα αγόρια να ξεκάνεις.
- Μπαμπά, με μπούκωνες θυμάμαι παγωτά.
Ταξίδευες  και μου 'φευγες μακριά
τη θλίψη να γλυκάνεις.
-  Μαμά,  τις νύχτες έφτανες τα πόδια σου στ’ αυτιά
κι έκλαιγες  με ρόλευ στα μαλλιά
το λάθος  να κρεπάρεις.

 --  Αλλάζω
κι όσο αλλάζω
τη ζωή μου σε βάζο κοιτάζω
την παλιά...
Σου μοιάζω.
Δεν τρομάζω
και στη μοβ κορνίζα μου την αγάπη σου στεγάζω.
Κι έχε γεια.....



- Μαμά, τη μέρα που έγινα στ’ αλήθεια δεκαεπτά
απ’ έρωτα έχασε  ο μπαμπάς τα λογικά.
Σταμάτησες να ράβεις..

-Μπαμπά, σου γράφω γράμμα και το στέλνω στα κρυφά.
Άγιε βασίλη μου, όταν είχες  τη μαμά
παίρνατε  προφυλάξεις?

-Μαμά, με μπούκωνες τα βράδια παγωτά.
Ο έρωτας  που πίστευες παλιά
δε νοιάζεται αν χάσεις.
-Μπαμπά, σου στέλνω το ελκηθρό σου βιαστικά.
Και  πίσω μια για πάντα την ψευτιά,
δε χρειάζεται να ψάξεις...

 --  Αλλάζω
κι όσο αλλάζω
τη ζωή μου σε βάζο κοιτάζω
την παλιά...
Σου μοιάζω.
Δεν τρομάζω

και στη μοβ κορνίζα μου την αγάπη σου στεγάζω.

Κι έχε γεια...

Κάποτε. Τώρα.

Αυτές οι στιγμές που νομίζεις πως θα εκραγείς από υπερβολική ποσότητα σκέψης και ονείρων. Που πας να κοιμηθείς κάτω από τα παπλώματά σου κι αντ' αυτού φαντασιώνεσαι όλα εκείνα που σου κόβουν την ανάσα και σου επιβάλλουν να υπάρχεις για να τα πραγματοποιήσεις κάποτε. Κάπως. Όποτε. Τώρα!
Δε θα αφήσω τίποτα ανέγγιχτο, λέω μέσα μου, σα να το είπα πριν γεννηθώ. Δεν μπορώ να κάνω αλλοιώς. Είναι αυτό το ανθρακικό που ξεχειλίζει τις νύχτες. Είναι το μόνο που δεν ξεθυμαίνει κι ας ξεθυμαίνει κάποτε ο άνθρωπος. Τουλάχιστον, αν μη τι άλλο, εκείνα που οραματίζεσαι, είναι δικά σου. Αρκεί να μεταδώσεις το σχέδιο με γνήσιο ανθρακικό σαν εκείνο που σου γαργαλάει κι εσένα το στομάχι. Για να γίνεις ομάδα. Για να γίνεις από όνειρο, πραγματικότητα. Για να γίνουμε απόρροια, να πάρουμε σχήμα, να μη μείνουμε σκιές, καταλαβαίνεις?
"Κάποτε",τραγούδι του μιούζικαλ ΑΥΤΗ ΚΙ ΑΥΤΗ που γράφτηκε ειδικά για την παράσταση. Σε ζωντανή ηχογράφηση. Μουσική: Πόπη Μάλφα
Στίχοι: Φανή Γέμτου
Παίζουν οι μουσικοί: Πόπη Μάλφα, Σίσσυ Βλαχογιάννη, Έλλη Δαδήρα
Ερμηνεύουν: Eλένη Καρακάση, Φανή Γέμτου

Σκέψεις με πονόκοιλο

Σκέφτομαι πότε και πού νιώθω ομάδα. Μέρος ένος δυνατού συνόλου. Και το αναλογίζομαι, γιατί ως μονάδα δεν χαίρομαι να λειτουργώ. Δεν βρίσκω δύναμη και νόημα στο ένα. Μ'αρέσει να ανήκω. Να έχω ανάγκη και να με έχουν.
Στο θέατρο είναι πολύ δυνατή αυτή η αίσθηση της δύναμης του συνόλου. Στο γράψιμο επίσης, που όσο κι αν λένε οτι είναι μοναχικό, εγώ θα διαφωνήσω: πολλές φωνές κι αλήθειες για να νιώσεις μόνος. Στην οικογένεια. Στη φιλία. Στις συναυλίες ως θεατής και στα μεγάλα τραγούδια που ενώνουν αγνώστους και δημιουργούν κοινές ρίζες. Στα βιβλία που ξαφνικά νιώθεις μια τεράστια ευγνωμοσύνη που είσαι άνθρωπος και συγγενεύεις με εκείνους που δεν είδες ποτέ το πρόσωπό τους. Στα δύσκολα που όλοι γίνονται οικογένεια. Στον έρωτα που σε κλάσματα δευτερολέπτου από θλιβερή μονάδα γίνεσαι θεική δυάδα, αλλά και το αντίστροφο (δεν είμαι οπαδός πια τέτοιων ερώτων) και κυρίως στην αγάπη.
Όλοι θα συμφωνήσουν λίγο ή πολύ. Δεν ξέρω όμως πόσοι θα έμεναν επί της ουσίας (υπάρχουν τόσοι τρόποι να μείνεις ή να φύγεις που σε καθιστούν άξιο άνθρωπο) για χάρη του "δύο" σε κάτι που το "ένα" τους θα είχε αρχίσει να φεύγει. Δεν ξέρω πόσοι θα έμεναν όχι από συμβιβασμό, αλλά από βαθύτερη ικανοποιήση για το στήριγμα που προσφέρουν σε κάτι που αγάπησαν και τους αγάπησε. Μ' αρέσουν οι άνθρωποι που μπόρεσαν να ξεφύγουν από την αντίληψη της ζούγκλας και να δημιουργήσουν το αληθινό ανθρώπινο είδος. Δακτυλοδεικτούμενοι ανάμεσα στα "πιθηκοειδή".

Προσωπικός ρομαντισμός

Αυτό που δεν άντεξέ ποτέ στη ζωή της ήταν η μετάβαση. Μικρά αλλεπάλληλα εγκεφαλικά σοκ κι ένα DNA που δεν προσαρμόζεται εύκολα. Σα να μένεις ανήσυχα κι απόλυτα πιστός στην προηγούμενη εικόνα. Την εικόνα που αφήνεις πίσω σου για εκείνο που έρχεται. "Αυτή η έννοια της πίστης" μου είπε κάποτε "αποδεικνύεται πάντα τόσο ακλόνητη στο στομάχι μου. Σα ρίζα." Ακόμα και το πρώτο φιλί υπήρξε για κείνη μια εισβολή σε έναν κόσμο που έσβηνε. Κι αυτό που σβήνει είναι πολύ δύσκολη υπόθεση για να το χειριστεί κανείς σε μια ζωή. Χρειάζεται ίσως δύο. Αλλά και πάλι πώς να ξεριζωθείς από την πρώτη για να πας στη δεύτερη;
Της είπα: "Να σκέφτεσαι ευθεία, σε νοητή γραμμή μπροστά σου, όχι κατακόρυφα. Το κατακόρυφο σκάβει πολύ και φτάνει πάντα στο θάνατο. Μη φτάνεις κάθε μέρα εκεί που θα φτάσεις μια μέρα ούτως ή άλλως."
Κι εκεί που λες πως θέλει στήριξη, ξαφνικά ξεσπά σε γέλια και το σπίτι γίνεται μανιτάρι. Κι ύστερα παρατηρεί τις ραβδώσεις κάτω από τη στέγη του. "Αυτό είναι μια ευθεία σκέψη" της λέω. "Τα μανιτάρια εκπλήσσουν κάποιες φορές, καλό είναι να τα αντιμετωπίζεις με ρεαλισμό". Γυρίζει, με κοιτάει. Στα μάτια της διακρίνω ένα τρίτο μάτι προσανατολισμένο προς το φεγγάρι. Μεγάλη διαδρομή.
                                                                                                                                  Φ.Γ.

Οι λίγοι που με ορίζουν

Αυτοί οι λίγοι που ξέρουν τους κανόνες, τους έχουν σεβαστεί και μελετήσει, που αντιδρούν και ξεφεύγουν από προκαθορισμένες φορεμένες μορφές με βαθιά γνώση κι ανάγκη για ουσία, που υπερπηδούν τη δομή, πειραματιζόμενοι πάνω στο "βήμα μετά από τα όρια", ακριβώς γιατί ξέρουν τι είναι δομή. Αυτοί οι λίγοι που δεν είναι απόλυτοι με τη γνώση που αποκομίζουν, γιατί τίποτα δεν αποτελεί αυθεντία και τίποτα δεν είναι θέσφατο, όσο υπάρχει επιστημονική σκέψη κι αληθινή αναζήτηση. Αυτοί οι λίγοι είναι για μένα η ανάσα μου. Αλλοιώς ασφυκτιώ θανάσιμα.

Θα μας λείψεις

Ελπίζω- κι είναι το μόνο που θα με παρηγορούσε- να μην ταλαιπωρήθηκες. Να ξέρεις οτι σ' αγαπάω. Πολύ. Κι ότι θα μου λείψεις. Απίστευτα. Είσαι από τους ανθρώπους που θα βρίσκονται σφηνωμένοι στην καρδιά μου. Και δε φεύγεις. Καλό ταξίδι, μαγικέ μου άνθρωπε. Βαθιά τρυφερή φωνή μου. Θα μου λείψεις.
...Θέλω να γυρίσω πίσω το χρόνο, εκεί που αφήνεις τα περιστέρια στο ουρανό κι εμείς απλώς ζούμε τη στιγμή δίπλα σου, πιο μεταφυσική κι από το πιο μεταφυσικό όνειρο...
... Ή πάλι εκεί που σε πρωτογνώρισα ως Οθέλλο κι έγινες από τους αγαπημένους μου ανθρώπους και συνεργάτες...
Δεν είναι εύκολο ένας άνθρωπος να αγωνίζεται με τέτοιο πείσμα μέχρι το τέλος. Το ανέβασμα της παράστασης που ήθελες τόσο πολύ να κάνεις τον τελευταίο καιρό είναι ένα δείγμα δυνατής θέλησης πέρα από το θάνατο. Και το προσπάθησες. Κι εγώ σ' αγαπάω και γι' αυτό. Ελπίζω να μην σε στεναχώρησαν πολλοί. Γιατί οι άνθρωποι είναι δύσκολη φάρα..."Εμείς οι άνθρωποι..."
...Θα μου λείψεις.



Μια Περσίδα που σε θαύμασε βαθύτατα.

Προσωπικές σκέψεις για το Θέατρο κι όχι μόνο

   Δεν υπάρχουν καλά και κακά είδη θεάτρου. Υπάρχει καλό και κακό θέατρο. Το κακό είναι ότι αυτό το ισχυρίζονται σχεδόν όλοι, παρ' ολ' αυτά πολλοί από αυτούς συνεχίζουν να κάνουν κακό θέατρο.
  Για μένα καλό θέατρο είναι να λες μια κοινή ιστορία. Αυτό απαιτεί συλλογικότητα. Ένα σύνολο ερμηνευτών με μυαλό κι ευαισθησία ιδιαίτερη να μιλά με κοινό κώδικα, που οφείλει να αναπτύξει. Έναν αρχηγό με όραμα κι έμπνευση που να δημιουργεί σημαντικές αφετηρίες και καθόλου αποτελέσματα. Μια συνεχή αναζήτηση από όλους πάνω στο τι σημαίνει επικοινωνώ με τον εαυτό μου, επικοινωνώ με τους γύρω μου, επικοινωνώ με την ύπαρξή μου, επικοινωνώ με αυτό που θέλω να πω και να μοιραστώ. Κι ύστερα μέσα από ποιές φόρμες, ποια συστήματα, ποια λογική και ποιο στόχο.
   Δεν είναι τυχαίο που στα πρώτα μαθήματα υποκριτικής μαθαίνεις να ακούς. Ναι, να ακούς. Τίποτε άλλο δεν είναι πιο σημαντικό από αυτό. Αν δεν ακούς, δε δέχεσαι. Κι αν δε δέχεσαι, υπάρχεις με αυτιστικό τρόπο. Κι είναι σημαντικό να ακούς πραγματικά, γιατί αν κάνεις πως ακούς, μπορεί να γίνεις αποδεκτός-δε λέω- όπως τόσοι και τόσοι για τη γοητεία του θεαθήναι. Αυτό όμως δε λέγεται τέχνη. Λέγεται "γοητεύομαι από την ομορφάδα μου και σας πείθω κι εσάς, κοθώνια, γιατι έχετε ανάγκη από δηθενιές με κόκκινη κορδέλα". Κι είμαι σίγουρη, πως η αληθινή τέχνη, όταν έρχεται σε επαφή με το κοινό, δημιουργεί εκρήξεις. Εσωτερικές κι εξωτερικές. Λυπάμαι γι' αυτούς που δεν συνάντησαν ποτέ μια αληθινή παράσταση. Που δεν είχαν την τύχη να νιώσουν ένα με όλους σε μια αίθουσα θεάτρου, που δεν ένιωσαν ποτέ τη μεγαλοσύνη της αληθινής επικοινωνίας μέσα από την τέχνη. Κυκλοφορούν πολλοί αυτάρεσκοι καλλιτεχνίσκοι και γι' αυτό δε φταίτε. Φταίτε όμως που δεν μάθατε ποτέ να ξεχωρίζετε. Κι αυτό το καταλογίζω σε όλους μας.

Υ.Γ. Τώρα αντικαταστήστε με τη λέξη"ζωή", όπου υπάρχει η λέξη "θέατρο", "τέχνη" και "υποκριτική". Βλέπετε? Η αξία της τέχνης είναι πιο μεγάλη από εκείνη που φαντάζονται πολλοί. Και σίγουρα ξεπερνά τους τοίχους μια αίθουσας κι ενός μεμονωμένου έργου τέχνης.