Σάββατο 29 Ιουλίου 2017

"Μην το πείτε", Φ. Γέμτου


Έτρεχε πάντα με αναμμένο το κοντέρ κι ας μην το 'ξερε. Σε ένα δωμάτιο. Κι ας μην το 'ξερε.Το έμαθε λίγα χρόνια μετά, όταν έφαγε τα μούτρα της στον τοίχο και το κοντέρ δεν έκανε ούτε μια παύση. Ούτε μία. Εκείνη σταμάτησε μόνο για λίγο και κοίταξε γύρω της. Όλα να τρέχουν ανελέητα κι εκείνη να παρατηρεί την αέναη κίνηση με τα μούτρα σπασμένα από τον τοίχο.

Τότε είδε για πρώτη φορά τον τοίχο. Τότε είδε για πρώτη φορά τον εαυτό της να παρατηρεί τον τοίχο και την αέναη κίνηση γύρω της. Τότε είδε για πρώτη φορά τα βάζα με τις εξωπραγματικές τουλίπες, την κολλημένη ταπετσαρία με το ηλιοβασίλεμα, τα χέρια της με τις μπογιές, τις μεγάλες χρωματιστές κουβέντες -ζωγραφισμένες στον τοίχο-, την αντανάκλαση του πλανήτη στα παραθυρόφυλλα και στο ταβάνι, τα μαύρα φορέματα των κοριτσιών με το άσπρο χαμόγελο, τα φιλημένα στόματα από το πάντα και το πουθενά, τα νιάτα που έφυγαν, τα γηρατειά που εγκλωβίστηκαν στο αναπόφευκτο τώρα, τις απαγορευμένες θέες των αυτόχειρων, τα μυστικά που κρύφτηκαν νηφάλια από το ίδιο δωμάτιο στις πιο ονειρικές κρυψώνες της ταχύτητας.

Είχε δύο δυνατότητες.
Να μείνει εκεί, παρατηρώντας  ή
να ξεγραπωθεί από το τραύμα της και
να συνεχίσει μαζί με την κίνηση.
Έκανε το εξής:
Ξεγραπώθηκε σαν από αδιαπραγμάτευτη ανάγκη,
αφήνοντας με συνείδηση το μάτι της να αιωρείται μεταξύ τοίχου και ταχύτητας.
Κι ύστερα πέρασαν χρόνια.
Με ένα ποτήρι κρασί βγαίνει στην βεράντα.
Κοιτάει το φεγγάρι και ξέρει.
Δεν υπάρχει καλύτερη στολή παραλλαγής για το μάτι της στο κέντρο του ουρανού.
Εκείνη τρέχει. Τρέχει. Αέναα. Δε γίνεται αλλιώς.
Εκείνο αιωρείται πάντα μεταξύ τοίχου και ταχύτητας.
Μην το πείτε, αλλά-μεταξύ μας-
τα κατάφερε.