Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

"H κυρία Θάλεια πήγε με τον καημό του Σούπερμαν", Φ. Γέμτου

Η κυρία Θάλεια πήγε με τον καημό του Σούπερμαν. Χρόνια μετά, αφού συνειδητοποίησε πως Σούπερμαν δεν υπάρχει, δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τη κοινότοπη ζωή μας. Έμεινε να αρνείται πεισματικά οποιαδήποτε προσγείωση κι αυτό το ονόμαζε όξυνση του εσωτερικού της κόσμου.Κάποια μέρα στη μέση της ζωής της σα να αισθάνθηκε, πως αυτό το δικό της το«άλλο» έμοιαζε και με άρνηση για ζωή. Δε θα το αντιλαμβανόταν ποτέ έτσι, αν δεν είχε περάσει κάποιες μορφές κατάθλιψης, μήνες ολόκληρους μέσα στο ψυγείο ή στην ηδονή μιας μπουκιάς που γινότανε μερίδα και μετά μερίδες. Είχε δεχθεί πως δεν ήθελε κανέναν δίπλα της κι ο έρωτας έμοιαζε πια-εκεί στη μέση της ζωής της- σαν ξεπεσμένη πόρνη, που βαρέθηκε να ανοίγει τα πόδια της. Θλιβερό για έναν άνθρωπο που πάντοτε υμνούσε τον Έρωτα. Μικρή ονειρευότανε φιλιά και το στομάχι της όλο το βράδυ έκανε μπουρμπουλήθρες σε γεμισμένη μπανιέρα. Κι ήτανε και τόσα βράδια γεμάτα από όνειρα σκηνής. Τι έξαψη αυτή η μαγεία που δεν περιγράφεται, δεν περιγράφεται, γιατί το στομάχι τέτοιες ώρες βγαίνει με σκάφανδρο στο διάστημα κι αναδύεται σε πλανήτη.
Έλεγε μέσα της -πολύ πριν τη μέση της ζωής της- «πώς να αντέξει κανείς τόσες προδοσίες?» κι έβαζε ανάμεσα σε αυτές και το θάνατο. Ή την ιδέα του θανάτου. Είχε ταραχτεί τότε που ο αδερφός της είχε φύγει για πάντα στο εξωτερικό, μικρό κοριτσάκι ερωτευμένο με την αδελφή καρδιά της. Είχε σοκαριστεί, όταν οι γονείς τσακώνονταν μέχρι τελικής πτώσεως για μιαν άλλη γυναίκα. Είχε ισοπεδωθεί, όταν ο αδερφός της ένα χριστουγεννιάτικο απόγευμα, που 'χε επιστρέψει για διακοπές στην πατρίδα, τους αποκάλυψε τα πάντα για τον Αλέξη, το μεγάλο έρωτα της ζωής του και μετέπειτα σύζυγό του. Μα πάνω από όλα είχε πονέσει, είχε πεθάνει, είχε χάσει, είχε διαλυθεί, είχε τελειώσει με τη μεγάλη προδοσία της ζωής της. Το μεγάλο της έρωτα. Κι ίσως-λέω ίσως- τα παιδιά να πρέπει να μεγαλώνουνε με ένα στιλέτο στο χέρι για να σκίζουν τις κουρτίνες προστασίας και να βλέπουνε καλύτερα τα δεδομένα.
Το μούδιασμα ήρθε αργότερα. Πολύ αργότερα. Προηγήθηκαν χρόνια κλάματος,προσπάθειας, θυμού και ξανά προσπάθειας, λύσσας, θλίψης, πόνου. Προηγήθηκαν χιλιάδες συζητήσεις για το παράδοξο, που, ενώ στοχεύεις με το κατάρτι σου στο λιμάνι, ο αέρας σε βγάζει στα βράχια κι όλη αυτή η αντίσταση κάποια στιγμή σε κάνει ή να γίνεις μοιρολάτρης και μίζερος ή να γίνεις περήφανος κι αφ’ υψηλού και να αλλάξεις ρότα.
Η κυρία Θάλεια δεν πίστεψε ποτέ στο Θεό γι' αυτόν ακριβώς το λόγο. Όχι για το παράδοξο της ζωής, αλλά για αυτή την υποτέλεια που χρειάζεται να έχεις στο γονίδιο σου για να προσκυνήσεις. Γιατί ακόμα κι αν υπήρχε ένας Θεός-δεν το αμφισβήτησε αυτό ποτέ, γιατί δεν ήτανε σε θέση να το αποδείξει- δεν υπήρχε κανένας μα κανένας λόγος να προσευχηθεί σε αυτόν σα να ήτανε εκείνη η καημένη κι Εκείνος το θηρίο, το ικανό με μια προσευχή να της προσθέσει ένα πόντο για τη «σωστή» προσέγγισή της, δίνοντας της έτσι την ευκαιρία για μια θέση στον παράδεισο. Πόσος φόβος καταδυναστεύει τους ανθρώπους και πόση ανασφάλεια γεμίζει την καρδιά μας, καημένα μου τρυφερά όντα?
Κι ενώ έκλαψε, έκλαψε, έκλαψε πολύ και για όλα, σηκώθηκε μια μέρα από το πάτωμα χωρίς να το ξέρει ούτε κι η ίδια, σα φάντασμα μέσα από το ίδιο της το σώμα και όρθωσε το ανάστημά της σε έναν κόσμο φτιαγμένο για δειλούς. Έτσι πίστευε. Όρθωσε το ανάστημα της κι είπε εκείνο το φάντασμα του εαυτού της «Όχι», είπε «Όχι» και σηκώθηκε. Πέρασε κάποια φεγγάρια από τον κόσμο των Τύψεων «μήπως είμαι λάθος?» «Μήπως τα πάντα είναι σωστά κι εγώ λάθος?» κι έβλεπε στο διάβα της ανθρώπους να παντρεύονται χωρίς έρωτα ή με λίγο έρωτα και πολλή σύμβαση, ή με λίγες αξιώσεις και πολλά πρότυπα φορεμένα ή με αρκετό φόβο και κάποια όνειρα -από τις καλύτερες περιπτώσεις- και μόνο εκεί που έβλεπε δύο ανεξάρτητες φύσεις να ενώνονται, γιατί δεν γινόταν να μην ενωθούν,εκεί ένιωθε μια κάποια αγαλλίαση. Και ξαφνικά μέσα στο χρόνια άρχισε να νιώθει τη ζωή της αποστασιοποιημένα, σα να ζει το φάντασμα αντί για εκείνη κι εκείνη να το παρατηρεί να ζει τη ζωή της με το ανάστημά του ορθωμένο σε ένα δειλό κόσμο που τρέμει το θάνατό του και προτιμά να βλέπει την καρέκλα για λιβάδι ή ακόμα κι αν δεν την βλέπει,προτιμά να βρίσκει δικαιολογίες του τύπου «καρέκλα είναι, αλλά οι καρέκλες κάποτε να μυρίζουν λιβάδι» ή «καρέκλα είναι με σκοπό να γίνει λιβάδι» ή«Εκείνος που την έκανε καρέκλα, κάτι θέλει να μας δείξει, δεν έχετε παρά να αφουγκραστείτε το λιβάδι της ψυχής του…» Αυτά όλα εκείνη τα ονόμαζε πράσινα άλογα κι ήτανε το χιούμορ της τέτοιο, που οραματιζόταν τα άλογα πράσινα να τρέχουνε σε slow motion αενάως σε ένα λιβάδι γεμάτο καρέκλες. Τουλάχιστον αυτό λέγεται φαντασία, δε λέγεται παράδεισος. ‘Η μήπως λέγεται?
Στη μέση της ζωής της συνειδητοποίησε, πως το φάντασμα ζούσε τη ζωή της, καθόλου εκείνη. Εκείνη λούφαζε μέσα στην ευαισθησία της, στην περηφάνια του φαντάσματος και στη δειλία της. Μάλιστα στη δειλία της.Γιατί, καθώς το φάντασμα ρούφαγε τη ζωή της ως γνήσιος επαναστάτης ενός θλιβερού κόσμου, εκείνη τραβούσε τα σεντόνια όλο πιο κοντά στα μάτια με σκοπό ο ύπνος να της γλυκάνει τον πόνο. Έναν πόνο που μέσα στα χρόνια είχε ξεχάσει με το μυαλό της πως υπάρχει, όμως το σώμα της είχε δεχτεί πλήγμα. Δεν ήταν τυχαία η κλίση του σαγονιού προς τα μπρος. Δεν ήταν τυχαίες οι παρεμβολές στη μνήμη, δεν ήτανε τυχαίο το μούδιασμα.
Η κυρία Θάλεια υπήρξε μια πολύ δειλή γυναίκα. Η κυρία Θάλεια υπήρξε μια πολύ δειλή γυναίκα με γενναίες προθέσεις. Η κυρία Θάλεια ανόρθωσε στα πέρατα του κόσμου ένα φάντασμα γενναίο για να πολεμήσει για χάρη της. Τα φαντάσματα δεν πεθαίνουν. Έχουν ήδη πεθάνει.Δεν πληγώνονται. Έχουν ήδη χάσει τη μάχη. Η κυρία Θάλεια έχασε τη ζωή της,χαρίζοντας την σε ένα φάντασμα. Κι αυτό το ονόμαζε θάρρος. Έβλεπε τον κόσμο γύρω της να ζει με το λίγο κι εκείνη τα ήθελε όλα μεγάλα και σπουδαία. Σπουδαίο αίτημα δε λέω. Σπουδαίο για την ουτοπία.Για ένα λιβάδι γεμάτο καρέκλες. Και ξαφνικά κατάλαβε πόσο κοντά ήτανε σε αυτό που χρόνια πολεμούσε. Στην ανάγκη ενός θεού.
Η κυρία Θάλεια πήγε με τον καημό του Σούπερμαν. Πέθανε μια νύχτα στην πολυθρόνα της, χρόνια μετά τη μέση της ζωή της κι είμαι σίγουρη, πως αν υπάρχει Θεός, θα την άφησε για λίγο να ζήσει το όνειρό της. Αυτό το φάντασμα. Μάλλον κακό της έκανε. Αλλά και να μην υπήρχε πάλι κάπου θα στράβωνε.
                                                                                                       Φ.Γ.
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου