Έβαλε ένα πώμα για να μην εκτοξευθούν όλα έξω από την τρύπα. Κι ήταν πολλά. Γιατί ήταν πολλά. Όταν κατακάθονταν, δεν υπήρχε πρόβλημα. Ήξερε κι αυτή, χωρίς πώματα και χωρίς τιθασεύσεις, να τα γαληνεύει. Όλα κυλούσαν ήρεμα και διαχειρίσιμα, χωρίς να αναμοχλεύονται ουσίες.
Ήταν μια από εκείνες τις μέρες. Εκείνες τις απρόσμενες μέρες που προμηνύεται έκρηξη. Ήταν μια μέρα που το πώμα δε φτάνει για να διαχειριστεί το ανθρακικό. Τον είδε στην άκρη της εικόνας της. Τον είχε διαγράψει κάποτε από την άκρη της εικόνας της. Πώς τρυπώνουν κάποτε στις εικόνες εκείνα που πονάνε περισσότερο; Κάθε φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο στον πλανήτη Γη μια μικρή ορθολογίστρια μύγα χάνει τα φτερά της.
Τον είδε στην άκρη της εικόνας της. Και θα μπορούσε να χε χώσει το πώμα πιο βαθιά στο στόμα της. Και θα μπορούσε να το χε σφηνώσει μέχρι το λάρυγγα, μη τυχόν και ξεφύγει δόση ανθρακικού. Το χε ξανακάνει. Ήξερε. Το χε ξανακάνει, όχι από επιλογή. Από ανάγκη. Πονάει πολύ το ανθρακικό, όταν φτάνει στον ουρανίσκο και τότε δεν υπάρχει λύση. Αν ανέβει μέχρι εκεί, ο κόσμος κατακερματίζεται σε μικρές εκδοχές εικόνας. Δεν είναι τυχαίο που οι μύγες βλέπουν καλειδοσκοπικά. Σε ένα παράλληλο σύμπαν μπορεί κάποτε να ερωτεύτηκαν ανεπανόρθωτα κι αντί να ρευτούν από τη δόση του ανθρακικού, τη μη διαχειρίσιμη , άφησαν να διαβρώθεί το νεύρο του ματιού τους, εκείνο το διαχειρίσιμο, μόνο και μόνο για να αλλάξει οπτική. Όχι από επιλογή. Από ανάγκη. Από θάνατο.
Ονειρεύτηκε μια εικόνα. Την πιο προβλέψιμη. Το ανθρακικό διαπέρασε τη ρωγμή κι έφτασε στον ουρανίσκο. Και μαζί με τον ουρανίσκο μούσκεψαν και τα μάτια. Και μαζί με τα μάτια γέμισε το στομάχι πεταλούδες. Και μαζί με τις πεταλούδες, ξαναφύτρωσαν φτερά σε όλες τις αλογομυγες του κόσμου που χτύπησαν σε τοίχο, και μαζί με τον τοίχο, εκτοπίστηκαν όλα τα πώματα που εμποδίζουν παλίρροιες και όνειρα και σφραγίζουν καταπακτές και μαζί με κάθε καταπακτή αναδύθηκε από το κέντρο του σύμπαντος μια λάβα, μια λάβα που θα φοβόταν κι ο ίδιος ο Θεός. Εκείνη ποτέ δε φοβήθηκε τη λάβα από μόνη της. Ήταν πάντοτε θαρραλέα με τις λάβες της. Μα τι να τις κάνεις αν καίνε μόνο εσένα;
Αυτή ήταν η τραγωδία της. Ένα πώμα χωμένο στο στόμα και το ουίσκι μέσα στο μπουκάλι. Κι ο κόσμος γύρω να υπάρχει, απολύτως λογικά κι αδιαπραγμάτευτα.
Ήταν μια από εκείνες τις μέρες. Εκείνες τις απρόσμενες μέρες που προμηνύεται έκρηξη. Ήταν μια μέρα που το πώμα δε φτάνει για να διαχειριστεί το ανθρακικό. Τον είδε στην άκρη της εικόνας της. Τον είχε διαγράψει κάποτε από την άκρη της εικόνας της. Πώς τρυπώνουν κάποτε στις εικόνες εκείνα που πονάνε περισσότερο; Κάθε φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο στον πλανήτη Γη μια μικρή ορθολογίστρια μύγα χάνει τα φτερά της.
Τον είδε στην άκρη της εικόνας της. Και θα μπορούσε να χε χώσει το πώμα πιο βαθιά στο στόμα της. Και θα μπορούσε να το χε σφηνώσει μέχρι το λάρυγγα, μη τυχόν και ξεφύγει δόση ανθρακικού. Το χε ξανακάνει. Ήξερε. Το χε ξανακάνει, όχι από επιλογή. Από ανάγκη. Πονάει πολύ το ανθρακικό, όταν φτάνει στον ουρανίσκο και τότε δεν υπάρχει λύση. Αν ανέβει μέχρι εκεί, ο κόσμος κατακερματίζεται σε μικρές εκδοχές εικόνας. Δεν είναι τυχαίο που οι μύγες βλέπουν καλειδοσκοπικά. Σε ένα παράλληλο σύμπαν μπορεί κάποτε να ερωτεύτηκαν ανεπανόρθωτα κι αντί να ρευτούν από τη δόση του ανθρακικού, τη μη διαχειρίσιμη , άφησαν να διαβρώθεί το νεύρο του ματιού τους, εκείνο το διαχειρίσιμο, μόνο και μόνο για να αλλάξει οπτική. Όχι από επιλογή. Από ανάγκη. Από θάνατο.
Ονειρεύτηκε μια εικόνα. Την πιο προβλέψιμη. Το ανθρακικό διαπέρασε τη ρωγμή κι έφτασε στον ουρανίσκο. Και μαζί με τον ουρανίσκο μούσκεψαν και τα μάτια. Και μαζί με τα μάτια γέμισε το στομάχι πεταλούδες. Και μαζί με τις πεταλούδες, ξαναφύτρωσαν φτερά σε όλες τις αλογομυγες του κόσμου που χτύπησαν σε τοίχο, και μαζί με τον τοίχο, εκτοπίστηκαν όλα τα πώματα που εμποδίζουν παλίρροιες και όνειρα και σφραγίζουν καταπακτές και μαζί με κάθε καταπακτή αναδύθηκε από το κέντρο του σύμπαντος μια λάβα, μια λάβα που θα φοβόταν κι ο ίδιος ο Θεός. Εκείνη ποτέ δε φοβήθηκε τη λάβα από μόνη της. Ήταν πάντοτε θαρραλέα με τις λάβες της. Μα τι να τις κάνεις αν καίνε μόνο εσένα;
Αυτή ήταν η τραγωδία της. Ένα πώμα χωμένο στο στόμα και το ουίσκι μέσα στο μπουκάλι. Κι ο κόσμος γύρω να υπάρχει, απολύτως λογικά κι αδιαπραγμάτευτα.